- γονιασμένος
- η , ο заполненный яичками (о сотах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γονιασμένος — η, ο (για κηρήθρες μελισσών) γεμάτος με γόνο, ακαθάριστος … Dictionary of Greek
γονιασμένος — η, ο (για το κερί), ακάθαρτος: Το κερί που έφερες ήταν γονιασμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)